- μαχηνδε
- μάχηνδεμάχην-δε(ᾰ) adv. в бой
(Theocr. - v. l. μάχην δέ)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Theocr. - v. l. μάχην δέ)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μάχηνδε — (Α) επίρρ. στη μάχη («πρῶτοι τοίγε μάχηνδε κατὰ χρο[ὸς ᾔεσαν ὀσμήν», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μάχην (αιτ. τού μάχη) + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. πεδίον δε, πόλιν δε)] … Dictionary of Greek